- ανεξέταστος
- -η, -ο (Α ἀνεξέταστος, -ον)εκείνος που δεν εξετάστηκε, δεν υποβλήθηκε σε εξέτασηνεοελλ.(Νομ.) (για μάρτυρες) εκείνος που δεν υποβλήθηκε σε ανάκριση από την αρμόδια δικαστική αρχήαρχ.αυτός που δεν διερευνήθηκε, δεν μελετήθηκε.
Dictionary of Greek. 2013.